- ἔφαλσις
- ἔφαλσις, εως, ἡ,A bouncing on to a surface, Arist.Pr.913b30 (s. v. l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔφαλσιν — ἔφαλσις bouncing on fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφαλση — η (Α έφαλσις) αναπήδηση πάνω σε κάτι, εφόρμηση νεοελλ. 1. (γυμναστ.) το πήδημα πάνω στο εφαλτήριο 2. (ιππευτ.) η αναπήδηση πάνω στο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅλσις (< ἅλλομαι «πηδώ»] … Dictionary of Greek